- βουλεύω
- (AM βουλεύω)Ι. συμβουλεύωαρχ.1. σκέπτομαι, κρίνω2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι3. αποφασίζω να κάνω κάτι4. είμαι μέλος της βουλήςII. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι)1. σκέπτομαι, μελετώ2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζωμσν.συμβουλεύωαρχ.αποφασίζω να πράξω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή.ΠΑΡ. βούλευμα, βουλευτήςαρχ.βουλεία, βουλείον, βούλευσις, βουλευτός.ΣΥΝΘ. επιβουλεύω, συμβουλεύωαρχ.διαβουλεύω, μεταβουλεύω, προβουλεύω].
Dictionary of Greek. 2013.